Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοτεντάρω,
- βλ. κοντεντάρω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κότερο το [kótero] Ο41 : είδος ελαφρού και γρήγορου ιστιοφόρου με ψηλό κατάρτι, που χρησιμοποιείται κυρίως ως σκάφος αναψυχής· (πρβ. θαλαμηγός). || (επέκτ.) επιβατικό σκάφος, συνήθ. ιδιωτικό, που χρησιμοποιείται για ταξίδια αναψυχής.
[συμφυρ. αγγλ. cutter & γαλλ. cἄtre (< αγγλ. cutter) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοτέτσι το [kotétsi] Ο44 : 1. χώρος περιφραγμένος, στεγασμένος ή όχι, όπου φυλάγουν τις κότες. 2. (μτφ., οικ.) χαρακτηρισμός πολύ μικρού και στενόχωρου διαμερίσματος.
[σλαβ. kotets -ι]