Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόσκινον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κόσκινον το· κόσκινο.
  • Κόσκινο:
    • (Ιερακοσ. 4034).

[αρχ. ουσ. κόσκινον. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες