Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρα
44 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρα η [kóra] Ο25α : η σκληρή εξωτερική επιφάνεια του ψημένου ψωμιού.

[σλαβ. kora ( [-rá] ) με μετακ. τόνου αναλ. προς το ψίχα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόρακας ο [kórakas] Ο5 γεν. και κοράκου, λαϊκότρ. πληθ. και κοράκοι : κοράκι1. (έκφρ.) κοράκου χρώμα, το απόλυτο μαύρο. ΦΡ (άι) στον κόρακα!, επιφωνηματικά, προς αποφυγή της έκφρασης άι στο διάβολο! ΠAΡ ~ κοράκου μάτι δε βγάζει, μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα υπάρχει κατανόηση και αλληλεγγύη.

[μσν. κόρακας < αρχ. κόραξ, αιτ. -ακα (ηχομιμ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κόρακας ο,
βλ. κόραξ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορακάτος -η -ο [korakátos] Ε3 : κυρίως για μαλλιά, τα μαύρα και γυαλιστερά.

[κόρακ(ας) -άτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοράκι το [koráki] Ο44 : 1. σαρκοφάγο πουλί με μαύρο φτέρωμα. || ονομασία διάφορων πουλιών που ανήκουν στην ίδια οικογένεια. 2. (μτφ.) α. (μειωτ., οικ.) ο κατ΄ επάγγελμα νεκροπομπός· υπάλληλος γραφείου κηδειών, ο οποίος, ντυμένος με μαύρο κουστούμι, μεταφέρει το φέρετρο με το νεκρό. β. άνθρωπος αρπακτικός που με επιτηδειότητα εξαπατά τους αφελείς: Έπεσαν επάνω του (σαν) τα κοράκια. || έξυπνος και ικανός απατεώνας. γ. ως χαρακτηρισμός μαθητή πολύ μελετηρού και έξυπνου.

[ελνστ. κοράκιον υποκορ. του αρχ. κόραξ (δες στο κόρακας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορακιάζω [korakázo] Ρ2.1α μππ. κορακιασμένος : (οικ.) διψάω υπερβολικά.

[κόρακ(ας) -ιάζω (από την εντύπωση που προξενεί η κραυγή του) ή τουρκ. kurak `στεγνός, ξερός΄ -ιάζω, παρετυμ. κοράκι]

[Λεξικό Κριαρά]
κορακίζω.
  • I. (Ενεργ.) αγκιστρώνω κ., γαντζώνω:
    • (Μαχ. 4645).
  • II. (Μέσ.) είμαι αγκιστρωμένος, σκαλωμένος:
    • ευρίσκει το (ενν. το όρνιον) κρεμασμένον εις κανέναν δενδρόν ή κορακισμένον απέ τα κοντά (Ασσίζ. 20022).

[<κυπρ. κορακώ (παλαιότ. όω, επιγρ., L‑S Suppl.· βλ. Andr. και Χατζ., Λεξ.) κατά τα ρ. σε ίζω. Τ. τζίζω σήμ. κυπρ. (Χατζ., ό.π.). Η λ. στο Βλάχ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορακίσιος -α -ο [korakísos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοράκι: Kορακίσια μύτη.

[κοράκ(ι) -ίσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορακίστικα τα [korakístika] Ο41 : 1. συνθηματική και ακατάληπτη γλώσσα που χρησιμοποιούν τα παιδιά για να συνεννοούνται μεταξύ τους δήθεν μυστικά, και που δημιουργείται συνήθ. από την παρεμβολή ανάμε σα στις λέξεις της συλλαβής κε. 2. (μτφ., οικ.) ακατανόητα λόγια, είτε αυ τά είναι μια ξένη γλώσσα είτε απόλυτα ειδικευμένη ορολογία: Aυτά είναι ~ για μένα.

[κόρακ(ας) -ίστικα, ουδ. πληθ. του -ίστικος επειδή η κραυ γή του δίνει την εντύπωση του ακαταλαβίστικου (σύγκρ. ελνστ. επίρρ. κορακιστί φθέγγεσθε `μιλάτε ακατανόητα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κορακοειδής, επίθ.
  • Που μοιάζει με κόρακα·
    • (εδώ) που έχει το χρώμα του κόρακα, σκουρόχρωμος:
      • όφιν τον κορακοειδή (Ιατροσ. 2623).

[αρχ. επίθ. κορακοειδής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες