Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κόπτω· κόβγω· κόβω· κόφθω· κόφτω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Χτυπώ:
        • (Πόλ. Τρωάδ. 7044).
      • 2)
        • α) Κόβω κ. (με οξύ όργανο):
          • με σκληρό σπαθί του κόβγει το κεφάλι (Ζήν. Γ´ 324
        • β) σπάζω, τσακίζω, τεμαχίζω:
          • πιάνει μια βαριά και κόφτει τους περάτες (Φαλιέρ., Ιστ. 197· Ιερακοσ. 38311
        • γ) λατομώ:
          • έκοψαν μάρμαρα (Hagia Sophia ω 5372 κριτ. υπ).
      • 3)
        • α) Κάνω σε κάπ. περιτομή:
          • έναι περιτετμημένος … και τον έκοψαν όταν τον επήραν σκλάβον (Ιστ. πατρ. 1091
        • β) διαμελίζω, ξεσκίζω:
          • Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ως κάτω (Ερωτόκρ. Δ´ 1057
          • τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια (Ch. pop. 737
        • γ) σφάζω, θανατώνω:
          • έκοψεν άνδρες χιλιάδες επτά (Byz. Kleinchron. Α´ 30116
          • κόβγουσιν χώρες και λαόν (Θρ. Κύπρ. 833).
      • 4) Διαπερνώ, τρυπώ:
        • κρούσας … την … ασπίδαν … έκοψεν τας έξι βύρσας (Ερμον. M 64).
      • 5)
        • α) (Προκ. για μαλλιά) κουρεύω:
          • έκοψε το γένειον (Οψαρ. 36241
        • β) μαδώ:
          • η κόρη θρηνωδούσα τα μαλλιά της έκοπτεν (Διγ. Α 2646).
      • 6) Κάνω τομή, εγχειρίζω:
        • φέρνω έναν ιατρόν … κόβγει τον (ενν. τον σκλάβον) κακά οπού ουδέν έπρεπε να τον κόψει (Ασσίζ. 17710, 11).
      • 7) Χαράζω, λαξεύω:
        • γράμματα κεκομμένα (Βέλθ. 382
        • Είδε κἀκεί τον Λέανδρον εκ λίθου κεκομμένου (Βέλθ. 456).
      • 8) Κατατρίβω, φθείρω:
        • Κόφτεται η πέτρα με σκοινί (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35421).
      • 9) Καταβάλλω· αφανίζω:
        • θάνατος έκοψεν αυτού νεότητος το κάλλος (Διγ. Z 4476).
      • 10) (Προκ. για χρήματα) «χαλάω», ξοδεύω:
        • το έκοψες (ενν. το υπέρπυρον) <και έπιες> και εχαροκοπήθης (Πουλολ. 154).
      • 11) Κάνω τάφρο (για να μπει το νερό της θάλασσας):
        • εκόψαν την θάλασσαν και επερικυκλώσαν την (ενν. την Πάφον) (Μαχ. 35814‑5).
      • 12) Διασχίζω, διατρέχω (φεύγοντας από κ. ή κάπ.):
        • Κόπτει ο λύκος το βουνίν, η αλωπού το δάσος (Διήγ. παιδ. 1072).
      • 13) Αποκόπτω από τον ανεφοδιασμό, πολιορκώ:
        • Το Ρέθεμνος σαν έκοψε κι ήθελε το νικήσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23517).
      • 14) Ανακόπτω τη ροή:
        • το νερό ’χε κόψει στη χώρα να μην έρχεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25322).
      • 15) Διακόπτω:
        • κόψω και τούτον τον ειρμόν, πλάτος ο λόγος έχει (Λίβ. Sc. 3026).
      • 16)
        • α) Περικόπτω, καταργώ, αφαιρώ:
          • ως … πατριάρχης … έκοψε τα χίλια φλωρία του πεσκεσίου (Ιστ. πατρ. 1791· Rechenb. 303
          • κόφτει (ενν. ο θάνατος) τες ημέρες του (Ιστ. Βλαχ. 2844
        • β) απαλλάσσω κάπ. από κ.:
          • έκοψε τους καλογέρους της μονής … από στρατείαν και καπνικόν (Νεκρολ. φ. 69r).
      • 17) Συγκρατώ, εμποδίζω, ματαιώνω:
        • έκοψεν την … του Αχιλλέως ορμήν (Τρωικά 52620
        • τούτου την βουλήν ουκ ηδυνήθην κόψαι (Βέλθ. 66).
      • 18) Καταργώ, παύω:
        • επέψαν … πολλούς λας των αρμάτων να κόψουν το σκάνταλον (Μαχ. 2304).
      • 19) Λύνω, ακυρώνω:
        • εκόψασι τες σύβασες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41610
        • κόπτω τον όρκον οπού έποισα (Λίβ. Esc. 3979).
      • 20) Ορίζω, καθορίζω:
        • σύρε να κόψομε διαθήκη εγώ και εσύ (Πεντ. Γέν. XXXI 44).
      • 21)
        • α) Ενοχλώ, στενοχωρώ, βάζω σε έγνοια:
          • λογισμοί έκοπτον αυτού πονηροί την καρδίαν (Διγ. Gr. 1364
          • κόπτει την η φροντίδα (Φλώρ. 1243
        • β) βασανίζω, παιδεύω:
          • (Ερωτοπ. 153).
      • 22) Πραγματοποιώ:
        • εξάμωνε πλατέα και έκοπτε στενά (Χειλά, Χρον. 355).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Είμαι οξύς, κοφτερός:
          • το σπαθί τ’ Αγαρηνού πώς έκοφτε να δούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5206
        • β) έχω δυνατότητα να σφάζω· θανατώνω:
          • οι Ρωμιοί εσώσανε κι εκόφταν τ’ άρματά τως (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1722).
      • 2) Τεμαχίζω (το ψωμί, το φαγητό):
        • (Τριβ., Ρε 206).
      • 3) Δέρνομαι, θρηνώ:
        • κλαί’ και κόπτει και θρηνεί (Φυσιολ. (Legr.) 734).
      • 4) Βλάπτω:
        • πράξις γαρ η ασύμβουλος ουκ ωφελεί, αλλά κόπτει (Σπαν. A 335).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Χωρίζομαι σε μέρη:
        • η στράτα … εις εκατόν εκόπτετον μικρά μονοπατίτσια (Λίβ. P 1114
      • β) σπάζω:
        • εβγήκε (ενν. η σαΐτα), μα μέσα πρώτα εκόπηκε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1298]).
    • 2)
      • α) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι:
        • (Απόκοπ. 149
      • β) ανησυχώ, στεναχωρούμαι, υποφέρω:
        • η κόρη κόπτεται δι’ εσάς και εσείς αμερεμνάτε; (Λίβ. Esc. 2953
        • ταις εννοίαις κόπτεται (Καλλίμ. 1766).
    • 3) Δέρνομαι:
      • έκλαιον πικρώς και εκόπτοντο (Ιστ. Βατοπ. 40
      • (με τις αιτιατ. θρήνον, κοπετόν):
        • (Φλώρ. 400), (Δούκ. 17117).
    • 4) Διακόπτομαι, παύω:
      • εχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση (Ερωτόκρ. Α´ 1319
      • κόβεται η λαλιά μου (Απόκοπ. (Παναγ.) 513).
  • Φρ.
  • 1) Κόπτω μαύρα = μαυροφορώ (από πένθος):
    • (Βουστρ. 3415).
  • 2) Κόπτω την πνοή κάπ. = αφαιρώ τη ζωή κάπ., θανατώνω:
    • (Κυπρ. ερωτ. 1134).
  • 3) Κόπτω φωνή = βάζω φωνή, κραυγάζω:
    • (Κάτης 85).
  • 4) Με κόβγει η έγνοια = ανησυχώ, νοιάζομαι:
    • (Ερωφ. Α´ 527).
  • 5) Με κόπτει ίδρος = ιδρώνω από ψυχική ένταση:
    • (Ch. pop. 574).
  • 6) Με κόφτει (διά κ.) = ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, φροντίζω για κ.:
    • (Θεματογραφία 11).
  • 7) Κόβεται η καρδιά μου =
  • (α) εξαντλούμαι, λιποθυμώ:
    • (Θυσ. 191
  • (β) λιποθυμώ, δειλιάζω:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1081]).
  • 8) Κόβονται τα πόδια μου (ή τα μέλη μου) = «κόβεται» η δύναμή μου, αποκάμνω (εξαιτίας έντονου συναισθήματος):
    • (Ερωφ. Δ´ 214), (Πανώρ. Γ´ 534).
  • 9) Κόβονται τα σωθικά μου = εξαντλούμαι, αποκάμνω (από έντονο συναίσθημα):
    • (Ευγέν. 1010).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Κουρασμένος, άτονος:
      • τα πρικαμένα μου μέλη γροικώ κομμένα (Ερωφ. Ε´ 267).
    • 2) Απόκρημνος:
      • χαράκια … ριζιμιά και κομμένα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460).
    • 3) Αποκομμένος, ερημικός:
      • ηγή κομμένη (Πεντ. Λευιτ. XVI 22).
  • [αρχ. κόπτω. Ο τ. βγω στο Meursius (βγειν) και σήμ. κυπρ. Οι τ. φτω (Βλάχ.) και βω και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες