Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόνις
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κόνισμα το [kónizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) εικόνισμα.

[μσν. κόνισμα < εικόνισμα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονίστρα η [konístra] Ο25 : 1. το τμήμα της παλαίστρας στο οποίο αγωνίζονταν οι αθλητές κατά την αρχαιότητα. 2. πεδίο πνευματικών, κοινωνικών ή πολιτικών αγώνων· στίβος.

[λόγ. < ελνστ. κονίστρα, αρχ. σημ.: `χώρος με σκόνη όπως αυτός που μπορούν να κυλιστούν τα πουλιά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες