Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κώνωπας ο [kónopas] Ο5 : (λόγ.) κουνούπι: ~ ο ανωφελής*. (απαρχ.) ΦΡ διυλίζει* τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον).
[λόγ. < αρχ. κώνωψ, αιτ. -ωπα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κώνωψ ‑πας ο, (Iατροσ. κώδ. ροε´), (Aχιλλ. N 1696).
-
[αρχ. ουσ. κώνωψ. Βλ. και κούνουπας, κουνούπιον. H λ. (‑πας) στο Βλάχ.]