Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωνοφόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κωνοφόρος -α / -ος -ο [konofóros] Ε14 : για δέντρο του οποίου ο καρπός έχει σχήμα κώνου: Tο πεύκο είναι δέντρο κωνοφόρο. || (ως ουσ.) τα κωνοφόρα, μεγάλη οικογένεια γυμνόσπερμων φυτών, των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα είναι κώνοι.

[λόγ. < ελνστ. κωνοφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες