Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κωνικός -ή -ό [konikós] Ε1 : (γεωμ.) που ανήκει σε κώνο: Kωνική τομή, καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου. || που έχει το σχήμα κώνου: Kωνική στέγη.
[λόγ. < ελνστ. κωνικός]