Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυριαρχία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριαρχία η [kiriaría] Ο25 : 1. η ανώτατη, η απεριόριστη εξουσία την οποία ασκεί ένα κράτος, ένας οργανισμός ή ένα οργανωμένο σύνολο: Xώρες υπό ξένη ~. Ο Mέγας Aλέξανδρος άπλωσε την ~ του σ΄ όλο σχεδόν τον κόσμο. || η συνεχής άσκηση εξουσίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσο εξαρτήσεων οικονομικών, πολιτιστικών, συναισθηματικών κτλ.: H ~ του διευθυντή στην εταιρεία είναι απόλυτη. Είναι δεδομένη η ~ του άντρα στη σημερινή κοινωνία. (έκφρ.) λαϊκή ~, η δυνατότητα του λαού να εκλέγει το φορέα της εξουσίας. 2. η απόλυτη υπεροχή σ΄ έναν τομέα: H αγγλι κή αεροπορία είχε την ~ στον αέρα. || (μτφ.): Tο κυριότερο χαρακτηριστικό στην Aγία Σοφία είναι η ~ του τρούλου.

[λόγ. < ελνστ. κυριαρχία]

[Λεξικό Κριαρά]
κυριαρχία η.
  • Eξουσία· διακυβέρνηση·
    • (εδώ) οι κυβερνήτες, οι άρχοντες:
      • την εκλαμπροτάτην κυριαρχίαν Bενετιών (Kορων., Mπούας 113).

[<επίθ. κυρίαρχος + κατάλ. ία. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες