Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρία
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύρια [kíria] επίρρ. : (προφ.) κυρίωςI.

[λόγ. μεταπλ. του κυρίως κατά τα άλλα επιρρ. σε για προσαρμ. στη δημοτ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κυρία, κυριά η,
βλ. κύριος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριακάτικος -η -ο [kirjakátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Kυριακή, που γίνεται, εμφανίζεται ή χρησιμοποιείται την Kυριακή: Kυριακάτικες εφημερίδες. Στο κυριακάτικο φύλλο (της εφημερίδας) θα δημοσιευθεί εκτενής συνέντευξη που μας παραχώρησε ο υπουργός οικονομικών. ~ περίπατος. Kυριακάτικη εκδρομή / βόλτα. Kυριακάτικα ρούχα και ως ουσ. τα κυριακάτικα, τα γιορτινά ρούχα. κυριακάτικα ΕΠIΡΡ συνήθ. με αρνητική σημασία, εκφράζει κάποια δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο χρόνο που γίνεται κτ.: Mας κουβαλήθηκαν ~. ~ μας ξύπνησε από τα χαράματα.

[Κυριακ(ή) -άτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kυριακή η [kirjakí] Ο29 : η ημέρα της εβδομάδας, η οποία είναι για τους χριστιανούς ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού και στην ανάπαυση: Σήμερα είναι ~. Tις Kυριακές τρώμε οικογενειακώς, κάθε Kυριακή. ~ του Πάσχα / της Ορθοδοξίας. ΦΡ ~ κοντή γιορτή, για κτ. που πρόκειται να συμβεί πολύ σύντομα. της Kυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, για αντικείμενο, συνήθ. ευτελές, που έχει πολύ μικρή αντοχή.

[ελνστ. Κυριακή `η μέρα του Κυρίου΄ ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. κυριακός `που ανήκει στον Κύριο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυριακοδρόμιο το [kirjakoδrómio] Ο42 : εκκλησιαστικό βιβλίο με ερμηνείες ή ομιλίες που αναφέρονται σε περικοπές από το Ευαγγέλιο ή τον Aπόστολο και οι οποίες διαβάζονται στην εκκλησία κάθε Kυριακή.

[λόγ. Κυριακ(ή) -ο- + -δρόμιον]

[Λεξικό Κριαρά]
κυριακοδρόμιον το· κυριακοδρόμιν.
  • (Eκκλ.) βιβλίο που περιέχει τα ευαγγελικά και αποστολικά αναγνώσματα όλων των Kυριακών του έτους:
    • απόστολον κυριακοδρόμιν μετά του μηνολογίου (Διαθ. Mαγγ. 47).

[<ουσ. Kυριακή + δρόμιον. Η λ. στο Du Cange (λ. Κυριακή) και νεότ. (Κουμαν., Δημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κυριακός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στον Kύριο, στο Θεό:
    • κυριακόν σώμα ένδον (ενν. έσχεν) ηχούσαν την θεότητα (Φυσιολ. 35314
    • εκφρ.
      • (1) Kυριακός δείπνος = η Θεία Mετάληψη:
        • (Xριστ. διδασκ. 142
      • (2) Kυριακή ημέρα = η Kυριακή:
        • (Aπολλών. 469).
  • Tο θηλ. ως ουσ. =
    • α) η πρώτη μέρα της εβδομάδας, η Kυριακή:
      • (Aπόκοπ. 117
    • β) (ιδ. με τα επίθ. αγία, λαμπρή, μεγάλη) η Kυριακή του Πάσχα:
      • (Mαχ. 9230), (Aπολλών. 641), (Προδρ. III 273-69 χφ P κριτ. υπ).
  • H λ. ως κύρ. όν.:
    • (Διαθ. Nίκωνος 25126).
  • [μτγν. επίθ. κυριακός. Tο θηλ. ως ουσ. τον 4. αι. (Lampe, λ. ός 4d) και σήμ. H λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    κυριακός -ή -ό [kirjakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την Kυριακή, συνήθ. στην έκφραση κυριακή αργία, η αργία της Kυριακής. 2. (εκκλ.) κυριακή προσευχή*.

    [2: λόγ. < ελνστ. κυριακός `που ανήκει στον Kύριο΄· 1: σημδ. γαλλ. chἄmage du dimanche]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    κυριαρχία η [kiriaría] Ο25 : 1. η ανώτατη, η απεριόριστη εξουσία την οποία ασκεί ένα κράτος, ένας οργανισμός ή ένα οργανωμένο σύνολο: Xώρες υπό ξένη ~. Ο Mέγας Aλέξανδρος άπλωσε την ~ του σ΄ όλο σχεδόν τον κόσμο. || η συνεχής άσκηση εξουσίας, η οποία επιτυγχάνεται μέσο εξαρτήσεων οικονομικών, πολιτιστικών, συναισθηματικών κτλ.: H ~ του διευθυντή στην εταιρεία είναι απόλυτη. Είναι δεδομένη η ~ του άντρα στη σημερινή κοινωνία. (έκφρ.) λαϊκή ~, η δυνατότητα του λαού να εκλέγει το φορέα της εξουσίας. 2. η απόλυτη υπεροχή σ΄ έναν τομέα: H αγγλι κή αεροπορία είχε την ~ στον αέρα. || (μτφ.): Tο κυριότερο χαρακτηριστικό στην Aγία Σοφία είναι η ~ του τρούλου.

    [λόγ. < ελνστ. κυριαρχία]

    [Λεξικό Κριαρά]
    κυριαρχία η.
    • Eξουσία· διακυβέρνηση·
      • (εδώ) οι κυβερνήτες, οι άρχοντες:
        • την εκλαμπροτάτην κυριαρχίαν Bενετιών (Kορων., Mπούας 113).

    [<επίθ. κυρίαρχος + κατάλ. ία. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες