Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυματοειδής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυματοειδής -ής -ές [kimatoiδís] Ε10 : που παρουσιάζει μια ελαφρά καμπύλωση, που θυμίζει κύμα στη μορφή ή στην κίνηση: Kυματοειδή φύλλα αμιαντοτσιμέντου. ~ πυρετός, που παρουσιάζει εξάρσεις και υφέσεις σε κανονικά διαστήματα.

[λόγ. < αρχ. κυματοειδής `που μοιάζει με κύματα, φουρτουνιασμένος΄ σημδ. γερμ. wellenartig]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες