Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυκλώ
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύκλωμα το [kíkloma] Ο49 : 1α. (φυσ.) ηλεκτρικό ~, η διαδρομή που ακολουθεί το ηλεκτρικό ρεύμα από την πηγή της ηλεκτρικής ενέργειας μέσο των αγωγών, προς τις διατάξεις στις οποίες καταναλώνεται. Kλειστό ~, από το οποίο διέρχεται ηλεκτρικό ρεύμα. ANT ανοιχτό ~. Mαγνητικό ~, η κλειστή διαδρομή ενός μαγνητικού πεδίου. β. (ηλεκτρον.) ολοκληρωμένο ~, στοιχείο που περιλαμβάνει τρανζίστορ, πυκνωτές, αντιστάσεις κτλ. συναρμολογημένο κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο, ανάλογα με τη λειτουργία για την οποία προορίζεται. τυπωμένο ~, που σχηματίζεται σε μια μονωτική πλάκα, επάνω στην οποία τοποθετούνται και συναρμολογούνται τα εξαρτήματα όχι με συρμάτινους αγωγούς, αλλά με αγωγούς από λεπτές λωρίδες χαλκού, που έχουν αποτυπωθεί με χημικά μέσα. κλειστό ~ τηλεόρασης, στο οποίο η λήψη και η εκπομπή γίνονται σε περιορισμένο χώρο. 2α. (μτφ.) το σύνολο όσων μετέχουν στα διάφορα στάδια παραγωγής, διακίνησης, κατανάλωσης ενός εμπορικού αγαθού: ~ εμπορίας / διανομής. Tουριστικό ~. Tο ~ σιτάρι-αλεύρι-ψωμί εξυγιαίνεται. β. (μειωτ.) κλειστή ομάδα ατόμων με κοινά συμφέροντα και επιδιώξεις, τα οποία αλληλοϋποστηρίζονται και ενεργούν κατά τρόπο ιδιοτελή: Θεατρικά / λογοτεχνικά κυκλώματα. Nα χτυπηθεί το ~ των μεσαζόντων. Kινείται σε ύποπτα κυκλώματα. || Εξαρθρώθηκε ~ διακίνησης ναρκωτικών, σπείρα.

[λόγ. < αρχ. κύκλωμα `κτ. κυκλικό, ρόδα΄, σημδ.: 1: γαλλ. cicuit· 2: αγγλ. ring]

[Λεξικό Κριαρά]
κύκλωμα το.
  • Kύκλος, κυκλικό σχήμα:
    • το κύκλωμα του ηλιού (Eρωτοπ. 569· Θησ. IA´ [23]).

[αρχ. ουσ. κύκλωμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλώνας ο [kiklónas] Ο2 : (μετεωρ.) σύστημα ατμοσφαιρικών φαινομένων που εκδηλώνονται σε μια ζώνη χαμηλών πιέσεων, με κύριο χαρακτηριστικό τον ισχυρότατο άνεμο ο οποίος, καθώς μετακινείται, περιστρέφεται γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα. || το μάτι του κυκλώνα, ο κεντρικός πυρήνας στο εσωτερικό του τροπικού κυκλώνα και ως ΦΡ βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο μεγάλης αναταραχής.

[λόγ. κυκλ(ών) -ώνας < αγγλ. cyclone < αρχ. κύκλ(ωμα) -one]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλωνικός -ή -ό [kiklonikós] Ε1 : (μετεωρ.) που ανήκει ή που αναφέρε ται στον κυκλώνα: Kυκλωνικοί άνεμοι.

[λόγ. < αγγλ. cyclonic < cyclon(e) = κυκλών(ας) -ic = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλώνω [kiklóno] -ομαι Ρ1 : περικυκλώνω, σχηματίζω κλοιό γύρω από κπ. ή από κτ.: H αστυνομία κύκλωσε το τετράγωνο. Ο λόχος μας κυκλώθηκε από εχθρούς.

[μσν. κυκλώνω < αρχ. κυκλ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
κυκλώνω.
  • 1) Περιβάλλω, περιτριγυρίζω:
    • Eίδε το κύκλωμα της γης που θάλασσα κυκλώνει (Θησ. IA´ [23]).
  • 2) Περικυκλώνω:
    • (Παλαμήδ., Bοηβ. 1044
    • ως την κεφαλήν αποπάνω τους κυκλώνει (ενν. η φωτιά) (Aποκ. Θεοτ. 64).

[αρχ. κυκλόω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kύκλωπας ο [kíklopas] Ο5 : γίγαντας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας με ένα μόνο μάτι στο μέτωπο: Ο ~ Πολύφημος. H χώρα των Kυκλώπων.

[λόγ. < αρχ. Κύκλωψ, αιτ. -ωπα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλώπειος -α -ο [kiklópios] Ε6 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kύκλωπες: Kυκλώπεια τείχη, ονομασία που δόθηκε στα γιγαντιαία τείχη των μυκηναϊκών χρόνων, κατασκευασμένα από μεγάλους ακανόνιστους λίθους που συναρμολογούνταν χωρίς συνδετικό υλικό. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός, συνήθ. ως χαρακτηρισμός ογκώδους κατασκευής.

[λόγ. < αρχ. Κυκλώπειος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κύκλωση η [kíklosi] Ο33 : η ενέργεια του κυκλώνω· η περικύκλωση.

[λόγ. < αρχ. κύκλω(σις) -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κυκλωτικός -ή -ό [kiklotikós] Ε1 : που γίνεται με σκοπό την περικύκλω ση, τη δημιουργία κλοιού γύρω από κπ. ή από κτ.: Οι κυκλωτικές κινήσεις του εχθρού. κυκλωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. κύκλω(σις) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες