Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυκλεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κυκλεύω.
  • 1) Περιέρχομαι (διαγράφοντας κύκλο):
    • όταν μη ευρίσκῃ (ενν. ο λέων) τι φαγείν …, κυκλεύει τόπον πολύν (Φυσιολ. 34013).
  • 2) Kάνω κύκλο, στροφή γύρω από κάπ., επανακάμπτω:
    • (Διγ. Gr. 1622).

[αρχ. κυκλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες