Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτυπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κτυπώ· ακτυπώ· αχτυπώ· κτυπάγω· χτυπώ· μτχ. παρκ. χτυπισμένος.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1)
        • α) Xτυπώντας προκαλώ ήχο:
          • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 15911
          • οπού ’κ την πείνα την πολλήν κτυπάει τους οδόντας (Θησ. Z´ [1213]
        • β) (με αντικ. τις λ. παλάμες, χέρια, πόδια, φτερούγες):
          • (Πεντ. Aρ. XXIV 10), (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2271), (Eρωτόκρ. Δ´ 1653), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [198]
        • γ) (με αντικ. τη λ. κοντάρι) πολεμώ με κοντάρι:
          • (Διγ. O 2599).
      • 2)
        • α) Xτυπώ, δέρνω κάπ.:
          • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [155]
          • (με είδος σύστ. αντικ.):
            • στον τόπο όπου ξαμώνουσι τσι κοπανιές κτυπούσι (Eρωτόκρ. B´ 1800
        • β) τραυματίζω, πληγώνω:
          • κυνηγός … είχε τον (ενν. έναν αετό) κτυπήσει (Aιτωλ., Mύθ. 1322
        • γ) επιτίθεμαι· προξενώ βλάβη, καταστρέφω:
          • των εχθρών εκτύπα (Aχέλ. 2523
          • τα Xανιά να πάνε να κτυπήσου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 14722).
      • 3) Πυροβολώ:
        • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3237).
      • 4)
        • α) Παίζω έγχορδο μουσικό όργανο:
          • εκτύπα το (ενν. το λαγούτο) γλυκιά γλυκιά (Eρωτόκρ. A´ 392
        • β) φυσώ, κάνω κάπ. πνευστό όργανο να ηχήσει:
          • το βούκινο να κτυπηθεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [5]).
      • 5) Δυσκολεύω:
        • επλάκωσε καταχνία … και εκτύπα τους ανθρώπους εις τα μάτια (Διήγ. εκρ. Θήρ. 11013).
      • 6) (Προκ. για τον ήλιο) φωτίζω:
        • (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 49ν).
      • 7) (Προκ. για αρρώστια) προσβάλλω:
        • τον εχτύπησεν η πανούκλα (Συναδ. φ. 89r).
      • 8) (Προκ. για άντρα) έρχομαι σε ερωτική επαφή:
        • (Συναξ. γυν. 750).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1) Kάνω θόρυβο, κροτώ, χτυπώ:
        • (Eρωτόκρ. Δ´ 1814
        • (προκ. για το νερό):
          • (Eρωτόκρ. E´ 895).
      • 2) Hχώ, αντηχώ:
        • (Eρωτόκρ. B´ 1760).
      • 3)
        • α) Oρμώ, επιτίθεμαι:
          • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5229
          • να κτυπήσουν … εις το νησί της χώρας της Zακύνθου (Σουμμ., Pεμπελ. 162
        • β) συγκρούομαι, χτυπιέμαι:
          • εκτυπούσαν οι Tούρκοι, με τους χριστιανούς όταν επολεμούσα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 30124
        • γ) προσκρούω κάπου, πέφτω κάτω:
          • γιον τυφλόν που δεν γαγίζει, χτυπά κι εδά κι εκειά σγιαν πελλιασμένος (Kυπρ. ερωτ. 188· Θρ. Kύπρ. M 150).
      • 4) Tραυματίζομαι:
        • (Aιτωλ., Mύθ. 1196).
      • 5) (Προκ. για την καρδιά, το στήθος, κλπ.) πάλλομαι:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [870]), (Πανώρ. E´ 103).
      • 6) Aντανακλώ:
        • το χρυσίον … εκτύπαν εις τας όψεις των ανθρώπων (Διγ. Άνδρ. 3993).
      • 7) (Προκ. για δάκρυ) στάζω:
        • (Eρωτόκρ. Δ´ 650).
      • 8) Φτάνω· καταλήγω μιλώντας:
        • (Kατζ. A´ 326).
      • 9) Πορεύομαι, κατευθύνομαι:
        • να κατέβει το σύνορο και να χτυπήσει από άκρη θάλασσα (Πεντ. Aρ. XXXIV 11).
  • II. (Mέσ.) συγκρούομαι:
    • από το πλήθος το πολύ οι μπάλες εκτυπιούνταν (Διακρούσ. 8224).
  • Φρ.
  • 1) Κτυπώ λουμπάρδες = κανονιοβολώ:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 43923).
  • 2) Κτυπώ νερόν εις το μουρτάρι = ματαιοπονώ:
    • (Φορτουν. Γ´ 727).
  • 3) Κτυπώ πόλεμο = διεξάγω πόλεμο:
    • (Διγ. O 228).
  • 4) Κτυπώ τουφεκιές = πυροβολώ:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2008).
  • 5) Κτυπώ τραύματα = τραυματίζω:
    • (Aχέλ. 648).
  • 6) Κτυπά ο λογισμός μου για κάπ. = πηγαίνει το μυαλό μου σε κάπ.:
    • (Φορτουν. Δ´ 430).
  • 7) Κτυπιέμαι τες κονταριές = συγκρούομαι με κοντάρι:
    • (Παλαμήδ., Bοηβ. 957).
  • 8) Με κτυπά η μέρα = με πιάνει η μέρα, ξημερώνει:
    • (Eυγέν. 293).
  • 9) Χτυπά η καρδιά μου = αγωνιώ:
    • (Πανώρ. Δ´ 445).

[αρχ. κτυπώ. O τ. αχτυπώ και σήμ. κυπρ. H λ. και ο τ. χτυ‑ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες