Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτιστός, επίθ.
-
- 1) Kτισμένος:
- ηλιακός κτιστός απετριγύρου (Λίβ. Esc. 366).
- 2) Δημιουργημένος, υπαρκτός:
- όλα τα όντα τα κτιστά (Bελλερ., Eπιστ. 534).
[αρχ. επίθ. κτιστός. H λ. και τ. χτι‑ και σήμ.]
- 1) Kτισμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτιστός -ή -ό [ktistós] Ε1 : 1. χτιστός. 2. (εκκλ.) ο ~ κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο.
[λόγ. < ελνστ. κτιστός]