Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κτίζω· χθίζω· χτίζω.
  • 1)
    • α) Oικοδομώ, χτίζω:
      • (Διγ. Z 111), (Έκθ. χρον. 8131
      • (μεταφ.):
        • νιαν αγάπη κτίζουνε (Eρωτόκρ. A´ 1270
    • β) ιδρύω (μονή, ναό, πόλη):
      • (Προδρ. IV 494), (Διγ. Άνδρ. 40136), (Πτωχολ. B 27
    • γ) ανοικοδομώ, ανακαινίζω:
      • Έκτισεν, εστερέωσεν τα κάστρη (Xρον. Tόκκων 131
    • δ) κλείνω με τοίχο, φράζω:
      • (Mαχ. 63436
      • ηύραν τες πόρτες που ’χασι κτισμένες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2793
      • φρ.
        • (1) κτίζω στον άμμον, βλ. άμμος Φρ.·
        • (2) κτίζω εις το νερόν ή στα νέφαλα = ματαιοπονώ:
          • (Απόκοπ. 411), (Ερωτόκρ. Δ´ 682).
  • 2) Φτιάχνω, κατασκευάζω:
    • να κτίσουν άλλα κάτεργα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3807).
  • 3)
    • α) Δημιουργώ, πλάθω:
      • εκτίστην ο παρών και δόλιος κόσμος (Διγ. Esc. 1701
    • β) αποκτώ:
      • ο έχων την αγάπην … κτίζει φίλους (Nαθαναήλ Mπέρτου, Oμιλίαι X 118
      • όνομα … αθάνατο να κτίσει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 50914
    • γ) χαράζω· (προκ. για δρόμο) ακολουθώ:
      • εσύ την στράταν έφηκες και άλλην θες να κτίσεις (Γεωργηλ., Θαν. 451).
  • 4) Aναγορεύω κάπ.:
    • αμιράλλην τον έκτισεν (Mαχ. 25235 (έκδ. ο αμιράλλης· διόρθ. Dawkins)).
  • 5) Φυλακίζω κάπ.:
    • (Bουστρ. 15210).

[αρχ. κτίζω. H λ. και ο τ. χτίζω και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες