Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρᾶμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράμα το [kráma] Ο48 : ομογενές μείγμα το οποίο προέρχεται από τη σύντηξη δύο ή περισσότερων μετάλλων ή ενός μετάλλου και μιας άλλης ουσίας: Ο μπρούντζος είναι ~ χαλκού και κασσιτέρου. || (μτφ.): Οι θεωρίες του είναι ένα ~ ανοησίας και επιπόλαιων γνώσεων.

[λόγ. < ελνστ. κρᾶμα, αρχ. σημ.: για φάρμακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες