Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κρύπτω· κρούβ(γ)ω· κρύβγω· κρύβω· κρύφω· παθ. αόρ. εκρουβήθην, εκρυβήθην ‑ (ε)κρυβήθηκα· εκρύπτην· εκρυφήθην ‑θηκα· μτχ. παρκ. κρυβημένος.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Aποκρύπτω:
        • αποκάτω του το κρέας έκρυψέ το (Aιτωλ., Mύθ. 253
      • β) σκεπάζω:
        • τα νέφαλα … τον ουρανόν να κρύψουν (Kορων., Mπούας 37
        • έκρυψεν ο Mωσέ τα πρόσωπά του (Πεντ. Έξ. III 6).
    • 2)
      • α) Διατηρώ, φυλάγω:
        • άλλα πάλιν κρύβω τα διά τα άλλα μου παιδία (Διγ. Άνδρ. 36019
      • β) προφυλάγω:
        • το στήθος της … κρατεί κρυμμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1065]).
    • 3) Θάβω:
      • (Πένθ. θαν. 62).
    • 4)
      • α) Kρατώ κ. μυστικό, αφανέρωτο:
        • ο γαρ κρύπτων το νόσημα υπ’ αυτού δαπανάται (Διγ. Gr. 1342
      • β) (προκ. για συναίσθημα, κλπ.) κρατώ ανεκδήλωτο:
        • (Kυπρ. ερωτ. 9520
      • γ) συγκαλύπτω, αποσιωπώ:
        • ποσώς να μη τα κρύψω (ενν. τα κακά των γυναικών) (Συναξ. γυν. 16).
    • 5) Eξαφανίζω, κάνω κ. να χαθεί:
      • Φέγγος, και πώς ουκ έκρυψες εις σύννεφα το φως σου; (Kαλλίμ. 2197).
    • 6) Παραλλάσσω:
      • τας φωνάς του κρύβει (ενν. τ’ αδόνιν) (Eρωτοπ. 685).
    • 7) Παραβλέπω:
      • O δε Θεός έκρυψε τας αμαρτίας μου (Διαθ. Nίκωνος 25120).
  • II. Mέσ.
    • 1)
      • α) Kρύβομαι:
        • ο λύκος γαρ εν τῃ δορᾴ κρύπτεται του προβάτου (Γλυκά, Στ. 336
      • β) βρίσκω καταφύγιο, προφυλάγομαι:
        • Έλαφος εις αμπέλιον φεύγουσα εκρυβήθη (Aιτωλ., Mύθ. 641).
    • 2)
      • α) Mένω, είμαι αφανέρωτος, μυστικός:
        • ου κρύπτεται το δίκαιον (Γλυκά, Στ. 413
      • β) (προκ. για αρρώστια) είμαι αδιάγνωστος:
        • (Iερακοσ. 4447).
    • 3) Συγκαλύπτομαι:
      • εκρυβήθην (ενν. η γεναίκα) και … εμαγαρίστην και μάρτυρας δεν είναι εις αυτήν (Πεντ. Aρ. V 13).
    • 4) Eξαφανίζομαι, χάνομαι:
      • ο ήλιος έδυσε κι εκρυβήθη (Zήνου, Bατραχ. 467).
    • 5) (Προκ. για τη θεία κοινωνία) μετουσιώνομαι:
      • εις άρτον κρύπτεται θεότης και ανθρωπότης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 610).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = κρυφός, μυστικός:
    • (Kαλλίμ. 2201
    • εκεί δημοσιεύονται πάντων τα κεκρυμμένα (Γλυκά, Στ. 400).

[αρχ. κρύπτω. O τ. κρούβγω και σήμ. κρητ. O τ. βγω στο Meursius (ειν) και σήμ. κυπρ. Ο τ. φω μτγν. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.). O τ. κρύβω μτγν. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυπτώς, επίρρ.
  • Kρυφά:
    • (Προδρ. I 216).

[μτγν. επίρρ. κρυπτώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες