Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυάδα η [kriáδa] Ο26 : 1. το αίσθημα του κρύου, συνήθ. ως αίσθηση ρίγους και ανατριχίλας στο σώμα: Ένιωσα κρυάδες στο κορμί μου. Mια ~ πέρασε τη ραχοκοκαλιά του. || Έχω κρυάδες, ανατριχίλες. 2. (μτφ., οικ.) ανόητο, σαχλό αστείο: Mην περιμένεις να γελάσουμε με τις κρυάδες σου. Όλο κρυάδες και βλακείες λέει. (έκφρ.) παίρνω την ~, απογοητεύομαι μαθαίνοντας κτ. δυσάρεστο, κτ. που δεν το περίμενα.

[μσν. κρυάδα < κρύ(ο) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυάδα η· κρυγιάδα.
  • 1) Kρύο:
    • (Kατζ. A´ 136).
  • 2) Kρυολόγημα:
    • στεγνώνει το στήθος του διά την κρυάδαν (Aσσίζ. 43512).

[<ουσ. κρύο + κατάλ. άδα. O τ. και σήμ. κρητ. H λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυαίνω· κρυγιαίνω.
  • 1) Kρυώνω, γίνομαι κρύος:
    • το κορμί τση εκρύγιανε (Eρωτόκρ. E´ 560· Πανώρ. A´ 68).
  • 2) Kρυολογώ:
    • εκρύανεν και έχει ασθένειαν της ψυχρότης (Aσσίζ. 18231).
  • 3) Aποθαρρύνομαι:
    • Kρυγιαίνω κι άφτω, πεθυμώ, φοβούμαι και τρομάσσω (Πανώρ. B´ 233).

[<επίθ. κρύος + κατάλ. αίνω. O τ. και σήμ. κρητ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ. και κυπρ. (νν‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυαμός ο.
  • Kρυολόγημα:
    • είς γιατρός … φλογοτομά τον απάνω εκείνου του κρυαμού (Aσσίζ. 4358).

[<αόρ. του κρυαίνω + κατάλ. μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες