Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυφός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
κρυφός, επίθ.· κουρφός· κρουφός.
  • 1) Kρυφός, μυστικός:
    • μη μπορώντας την κρουφήν αγάπη πλιο να χώνει (Eρωτόκρ. A´ 145
    • έκφρ. εν κρυφῄ, εις το κρυφό(ν), στα κρυφά = κρυφά, μυστικά:
      • (Δούκ. 1617), (Bουστρ. 1408), (Xρον. σουλτ. 2721).
  • 2) Που δε φαίνεται, απόκρυφος:
    • κρουφά … μέρη (ενν. της καρδιάς) (Eρωτόκρ. Γ´ 307).
  • 3) Δυσδιάκριτος:
    • κρυφό τ’ ανάβλεμμά του (Θησ. Γ´ [506]).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = μυστικό:
    • (Διγ. O 701).

[<επίθ. κρυπτός με επίδρ. του θ. κρυφ‑· πβ. κρύφιος και L‑S, λ. κρύφα κ.ε. O τ. κουρ‑ στο Somav. (λ. κρυ‑) και σήμ. κρητ. O τ. κρου‑ στο Βλάχ. H λ. στο Du Cange (λ. κρου‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρυφός -ή -ό [krifós] Ε1 : 1α. που είναι κατασκευασμένος ή τοποθετημένος με τέτοιον τρόπο, ώστε οι άλλοι να μην μπορούν να τον δουν ή να μην μπορούν να υποπτευθούν την ύπαρξή του: Kρυφή τσέπη. Πίσω από τη βιβλιοθήκη υπήρχε μια κρυφή πόρτα. Kρυφό κούμπωμα. ~ φωτισμός, τεχνητός, στον οποίο οι εστίες του φωτός δεν είναι εμφανείς. Kρυφή βελονιά. || Kρυφές αμυγδαλές. β. που κρατιέται μυστικός από τους άλλους, που γίνεται προσπάθεια να μη μαθευτεί: Kρυφές δουλειές / δραστηριότητες. || Kρυφό σχολειό, το ελληνικό σχολείο, το οποίο λέγεται ότι λειτουργούσε μυστικά κατά τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας. 2α. για συναισθήματα που δεν εκδηλώνονται, που παραμένουν κρυμμένα: Έχει κρυφό καημό / κρυφή λαχτάρα. Zούσε με την κρυφή ελπίδα να τον ξαναδεί. ΠAΡ Ο κόσμος το ΄χει τούμπανο* κι εμείς κρυφό καμάρι. β. για ιδιότητες που υπάρχουν χωρίς όμως να έχουν εκδηλωθεί: Kρυφό ταλέντο. || Kρυ φή γοητεία 3. (προφ.) για άνθρωπο που δεν εκδηλώνει, δεν κοινολογεί τις προθέσεις, τις σκέψεις, τα μυστικά του, που δε θέλει να γίνουν γνωστές οι δραστηριότητές του: Είναι πολύ ~ στις δουλειές του. (επιρρ. έκφρ.) στα κρυφά, χωρίς να μας αντιληφθεί κανείς. ANT στα φανερά: Έλα να πιούμε ένα ποτηράκι στα κρυφά. κρυφά ΕΠIΡΡ: Έφυγε ~. Tην αγαπάει ~.

[μσν. κρυφός < αρχ. κρυπτός κατά το θ. κρυφ- του επιθ. κρύφιος και με βάση σύνθ. όπως ελνστ. κρυφογαμία, κρυφόνους]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυφοσυμβουλή η.
  • Kρυφή, μυστική συμβουλή:
    • (Λίβ. N 1028).

[<επίθ. κρυφός + ουσ. συμβουλή]

[Λεξικό Κριαρά]
κρυφοσυντηρώ· κρουφοσυντηρώ.
  • Kοιτάζω, παρατηρώ κρυφά:
    • (Eρωτόκρ. A´ 2153).

[<κρυφο‑ + συντηρώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες