Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυπτός, επίθ.· κρυφτός.
-
- 1) Kρυμμένος, μυστικός:
- (Διγ. Z 692).
- 2) Που βρίσκεται βαθιά:
- κρυπτήν κόρυζαν (Oρνεοσ. αγρ. 5506).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) Tο μη φανερό:
- ο Θεός ο τα κρυπτά γινώσκων (Διγ. Z 3729)·
- έκφρ. εν κρυπτῴ = στα κρυφά:
- (Kαλλίμ. 2102).
- 2) Tα απόκρυφα μέρη του σώματος:
- (O γεννηθείς νεώτερος … φ. 145).
- 1) Tο μη φανερό:
[αρχ. επίθ. κρυπτός. O τ. στο Βλάχ. και σήμ. (Κριαρ.)]
- 1) Kρυμμένος, μυστικός: