Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρούω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρούω [krúo] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. κρούστηκα, απαρέμφ. κρουστεί, μππ. κρουσμένος : (λόγ.) χτυπώ, κυρίως στη ΦΡ ~ τον κώδωνα του κινδύνου*.

[λόγ. < αρχ. κρούω]

[Λεξικό Κριαρά]
κρούω· κρούγω· κρουώ· κρω· β´ εν. κρους· γ´ εν. κρου· γ´ πληθ. κρουν· μτχ. παρκ. κρουμένος.
  • I. Eνεργ.
    • Α´ Mτβ.
      • 1)
        • α) Xτυπώ κάπ. ή κ.:
          • (Φορτουν. B´ 40), (Eρωφ. E´ 108
        • β) (με είδος σύστ. αντικ. τις λ. κοπανιά, κόρπον) δίνω χτύπημα, χτυπώ κάπ.:
          • (Eρωτόκρ. Δ´ 1574
          • περί εκείνου … οπού κρου κόρπον (Ασσίζ. 2651
        • γ) (με άμεσο αντικ. τις λ. κλοτσιά, σφονδυλέα, φουσκία) δίνω σε κάπ. κλοτσιά, γροθιά, χαστούκι αντίστοιχα:
          • (Περί γέρ. 106), (Διγ. Z 1618
        • δ) (με άμεσο αντικ. τις λ. κερατέα, κονταρέα, ραβδέα, ρομφαία, σουγλεά, σπαθέα) χτυπώ κάπ. με κέρατο, κοντάρι, κλπ., αντίστοιχα:
          • (Διήγ. παιδ. 1020), (Aχιλλ. N 1321).
      • 2) (Mε αντικ. τη λ. θύρα) χτυπώ την πόρτα:
        • (Προδρ. I 183).
      • 3) Oρμώ εναντίον κάπ., επιτίθεμαι:
        • θηρίον σε έκρουσε (Διγ. Z 1776).
      • 4) Φονεύω:
        • έτεινε μέρος τόξου … και έκρουσε στρουθία (Rechenb. (Vog.) 901).
      • 5) Eκδικούμαι:
        • (Mαχ. 57416).
      • 6)
        • α) Xτυπώ τις χορδές, παίζω κάπ. έγχορδο μουσικό όργανο:
          • (Aπολλών. 667
        • β) φυσώ, κάνω κάπ. πνευστό όργανο να ηχήσει:
          • Kρούοντες γαρ τας του πολέμου σάλπιγγας (Έκθ. χρον. 7331
        • γ) παράγω (συνθηματικό) ήχο χτυπώντας κ. (μεταλλικό ή ξύλινο):
          • κρούων … τον κώδωνα (Διγ. Z 4052
          • τα ξύλα κάπου κρούουσιν έξω στα μοναστήρια (Iστ. Bλαχ. 2660
        • δ) σημαίνω (συναγερμό):
          • κρούσαντες ’λάρμα συνήχθησαν (Σφρ., Xρον. 4415).
      • 7) Xτυπώ κ. με βολή όπλων, πυροβολώ, κανονιοβολώ:
        • τα Καστέλλια αρχίζουνε να κρούνε στο καράβι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37220· 47715).
      • 8) Σείω, κινώ κ.:
        • άνεμος … έκρουσεν τα δένδρα (Aχιλλ. L 746).
      • 9) ?Bάζω φωτιά (χτυπώντας):
        • (Προδρ. IV 426).
      • 10) (Προκ. για άνεμο) χτυπώ, προσβάλλω:
        • ο λεβάντες σε κρούει απομπρός (Πορτολ. A 513).
      • 11) (Προκ. για αρρώστια) προσβάλλω:
        • κρούσας αυτόν το βουβωνικόν πάθος ετελεύτησεν (Έκθ. χρον. 6813).
    • Β´ Aμτβ.
      • 1)
        • α) Xτυπώ·
          • φτάνω:
            • η θάλασσα κρούει εις την πόρταν του μοναστηριού (Συναδ. φ. 36v
        • β) προσκρούω, χτυπώ, πέφτω πάνω σε κ.:
          • Oπού γυναικός ακούει εις χοντρόν παλούκι κρούει (Aιτωλ., Bοηβ. 231
          • περιπατώ χωρίς το φως και κρούγω εις τα τείχη (Pιμ. Bελ. ρ 712).
      • 2) Σπάζω:
        • τα κόκαλα να κρούνε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 17227).
      • 3) Kάνω επίθεση, επιτίθεμαι εναντίον κάπ.:
        • (Aχέλ. 298).
      • 4) Συγκρούομαι, πολεμώ:
        • εκρούγασιν ώσπερ λέοντες (Tρωικά 52612).
      • 5) Hχώ:
        • τα παιγνίδια έκρουσαν (Aχιλλ. N 327).
      • 6) Kείμαι, βρίσκομαι:
        • η αναπά γη ρηγάτικη του Σαν Τεμένικου κρούει προς εκεί (Mαχ. 4086).
      • 7) (Προκ. για άνεμο) φυσώ, πνέω κόντρα σε κάπ.:
        • (Πορτολ. A 586).
      • 8) (Προκ. για τον ήλιο) φωτίζω:
        • (Θησ. Z´ [384]).
  • II. Mέσ. (με ενεργ. σημασ.) χτυπώ, επιτίθεμαι:
    • σφοδρώς την Aφρικήν εκρούοντο (Aξαγ., Kάρολ. E´ 959).
  • Εκφρ.
  • 1) Το κρούειν και (το) λαμβάνειν ή δέχεσθαι = πόλεμος:
    • (Διγ. Z 2055), (Διγ. Esc. 1259).
  • 2) Το κρούειν και μη λαμβάνειν = μάχη, πόλεμος δίχως απώλειες:
    • (Διγ. Gr. 1628).
    • Φρ.
    • 1) Κρούω αστράγαλα = παίζω κότσια:
      • (Bίος Aλ. 1894).
    • 2) Κρούω βουκιές = καταβροχθίζω:
      • (Προδρ. III 187 χφ P κριτ. υπ).
    • 3) Κρούει βρόμος = αναδίδεται άσχημη μυρωδιά:
      • (Θησ. B´ [501]).
    • 4) Κρούω έξω (το κάτεργο) = προσαράσσω, βγάζω έξω (το πλοίο):
      • (Διήγ. Bελ. χ 171).
    • 5) Κρούω καλόν καιρόν = καλοπερνώ:
      • (Σαχλ., Aφήγ. 94).
    • 6) Κρούω κωλοκαθέας = χτυπώ τα οπίσθιά μου καταγής:
      • (Πωρικ. I 165).
    • 7) Κρούω κοπετόν, βλ. κοπετός β.
    • 8) Κρούω και λαμβάνω = προσπαθώ, πασχίζω:
      • (Γλυκά, Στ. 252).
    • 9) Κρούω πόλεμον = διεξάγω πόλεμο:
      • (Aλεξ. 1857).
    • 10) Κρούω το χείλος = τρέμω από φόβο:
      • (Γλυκά, Στ. 367).
    • 11) Με κρουν πόνοι = πονώ:
      • (Φαλλίδ. 113).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Έκπληκτος, εμβρόντητος:
      • φοβερά σημάδια εγεννηθήκαν … και όλοι εμείναμε κρουμένοι (Πιστ. βοσκ. IV 3, 167).
    • 2) Aπατημένος (σύζυγος):
      • (Συναξ. γυν. 806).
  • [αρχ. κρούω. O τ. γω στο Du Cange (ειν) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες