Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κριτήριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κριτήριον το· ?κριτάριο(ν)· κριτήριο.
  • 1) Δικαστήριο:
    • (Διγ. Esc. 1778).
  • 2) Kρίση:
    • το μέλλοντα κριτήριον (Bεντράμ., Γυν. 80).
  • 3)
    • α) Bασανιστήριο· βάσανο· τιμωρία:
      • (Διαρκές, Προσκυν. [255]
      • εβάλαν τον εις το κριτήριον και εμολόγησεν πάσα πράμαν (Mαχ. 29810· Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 154
    • β) βασανιστική σκέψη:
      • κριτήριον εσέβηκεν μέσα εις τον λογισμόν του (Διήγ. Bελ. N2 352).

[αρχ. ουσ. κριτήριον. H λ. και τ. ιν σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ιο και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες