Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρασόνερο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κρασόνερο το.
  • Kρασί νερωμένο:
    • (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. A´ μετά στ. 174).

[<ουσ. κρασί + νερό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες