Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρα
140 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρα [krá] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κόρακα. (έκφρ.) κάνω ~ (για κτ.), επιθυμώ υπερβολικά κτ. που στερούμαι ή που δεν μπορώ να το αποκτήσω.

[μσν. κρα, ηχομιμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρα το (άκλ.).
  • Προκ. για τη φωνή του κόρακα:
    • πάλιν το κρα κραυγάζεις (Πουλολ. 436).

[ηχοπ. λ.· απ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κράβ‑, κραβ‑,
βλ. κρέβ‑, κρεβ‑.
[Λεξικό Κριαρά]
κράββη η,
βλ. κράμβη.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραγιόν το [krajón] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για το βάψιμο των χειλιών.

[λόγ. < γαλλ. crayon (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραγιόνι το [krajóni] Ο44 : 1. μολύβι ζωγραφικής με χρώμα. 2. είδος ζωγραφικής με κραγιόνια καθώς και το αντίστοιχο έργο.

[κραγιόν -ι]

[Λεξικό Κριαρά]
κράγμα το.
  • Πρόσκληση, κάλεσμα·
    • (εδώ) συγκέντρωση για προσευχή:
      • (Πεντ. Aρ. XXVIII 18).

[<κράζω + κατάλ. μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραδαίνω [kraδéno] -ομαι Ρ7.2 (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. σείω, κουνώ απειλητικά κτ. εναντίον κάποιου: ~ το σπαθί / το μπαστούνι / την ομπρέλα. Όρμησε εναντίον του κραδαίνοντας ένα τεράστιο μαχαίρι. || (επέκτ.): Mπήκε κραδαίνοντας το χαρτί της απόλυσης. 2. (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ. ως απειλή, επισείω κτ. εναντίον κάποιου: Mας κραδαίνουν συνεχώς τον κίνδυνο της οικονομικής κατάρρευσης για να δικαιολογήσουν τα χαμηλά ημερομίσθια.

[λόγ. < αρχ. κραδαίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κραδασμός ο [kraδazmós] Ο17 : 1. παλμική τρομώδης κίνηση με μεγάλη συχνότητα και μικρό πλάτος: Mε τους πρώτους κραδασμούς της γης πετάχτηκε επάνω. Nιώσαμε τους κραδασμούς του εδάφους από τα φορτηγά που περνούσαν. Ειδικός μηχανισμός απορροφάει τους κραδασμούς του αυτοκινήτου. 2. (μτφ.) για ασταθή και επικίνδυνη κατάσταση: Aπό την παραίτησή του δημιουργήθηκαν κραδασμοί στην κυβέρνηση.

[λόγ. < ελνστ. κραδασμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράζω [krázo] Ρ2.2α : 1. (λαϊκότρ., λογοτ.) α. για ορισμένα πουλιά, βγάζω φωνή που μοιάζει με αυτή του κόρακα· κρώζω. β. (μτφ.) φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: Σύρε να κράξεις το γιατρό. 2. (λαϊκ.) α. γιουχαΐζω κπ., τον αποδοκιμάζω έντονα και με κραυγές: Tον κράξανε στο γήπεδο. || διαπομπεύω. β. επιπλήττω κπ. με έντονο τρόπο: Άργησα πάλι το βράδυ και μ΄ έκραξε ο πατέρας μου.

[αρχ. κράζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες