Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρήνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρήνη η [kríni] Ο30 : κτίσμα για τη συλλογή και τη διανομή του νερού μιας πηγής, ενός αγωγού κτλ., με ένα ή με περισσότερους κρουνούς και με επιμελημένη συνήθ. κατασκευή και διακόσμηση.

[λόγ. < αρχ. κρήνη]

[Λεξικό Κριαρά]
κρήνη η.
  • 1) Bρύση:
    • (Bίος Aλ. 2335).
  • 2) Πηγή:
    • την κρήνην έχων (ενν. ο Ευφράτης) εξ αυτού μεγάλου παραδείσου (Διγ. Gr. 3147).

[αρχ. ουσ. κρήνη. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες