Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κράτιστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κράτιστος, επίθ.· υπερθ. κρατιστότατος.
  • Πανίσχυρος:
    • αυτόν δε κρατιστότατον φημί τον Iσμηνίαν (Bίος Aλ. 2372).

[αρχ. επίθ. κράτιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες