Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κράμβη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κράμβη η [krámvi] Ο30 : (βοτ.) γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών.

[λόγ. < αρχ. κράμβη `αγριολάχανο΄ σημδ. νλατ. crambe (στη νέα σημ.) < αρχ. κράμβη]

[Λεξικό Κριαρά]
κράμβη η· κράμπη, (Σταφ., Iατροσ. 23160 (έκδ. κράββη)).

[αρχ. ουσ. κράμβη. Ο τ. κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες