Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοχλιός ο· κοχλίος· κόχλιος.
-
- Σαλιγκάρι:
- Έπαρον κοχλίους και τσάκισέ τους (Σταφ., Iατροσ. 7193).
[<ουσ. κοχλίας. O τ. ‑ίος και σήμ. ποντ. Τ. χο‑ στο Βλάχ. και σήμ. κρητ. H λ. τον 6. αι. (L‑S) και σήμ. ιδιωμ.]
- Σαλιγκάρι: