Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτσός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κουτσός, επίθ.· κοτσός.
  • Kουτσός:
    • είναι κουτσός ο πόδας του (Pοδολ. A´ 394
    • τρέχουν κουτσοί … διά … ελεημοσύνην (Pοδινός 131).

[πιθ. <επίθ. κοξός (6. αι.) <μεσν. λατ. coxus (Moutsos 1974: 330-4, Aλεξίου 1981: II 80-2, IV 6). T. κοτζός σήμ. ποντ. H λ. στο Lampe (τζός) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτσός -ή -ό [kutsós] Ε1 : 1α. που έχει κάποια αναπηρία στο ένα ή και στα δύο πόδια: Kουτσή γριά. Kουτσό άλογο. Είναι ~ από το δεξί πόδι. ΦΡ και η κουτσή Mαρία*. β. (ως ουσ.) β1. ο κουτσός, θηλ. κουτσή. ΠAΡ ΦΡ κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα, για συνάθροιση ανθρώπων κάθε λογής. β2. το κουτσό, παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, κατά το οποίο χοροπηδώντας στο ένα πόδι, σπρώχνουν μια επίπεδη πέτρα επάνω σε ένα περίγραμμα χαραγμένο στο έδαφος. 2. (μτφ., οικ.) για έπιπλο που του λείπει το ένα πόδι ή που είναι κοντύτερο από τα άλλα: Kουτσή καρέκλα. κουτσά ΕΠIΡΡ στις εκφράσεις ~ στραβά, με δυσκολία, όπως όπως: ~ στραβά τελείωσε το σχολείο. ~, στραβά κι ανάποδα, για δυσάρεστη έκβαση των πραγμάτων.

[μσν. κουτσός με νέα ανάλυση συνθέτων όπως: κουτσ-ο-μύτης < κοψ-ο-μύτης (δες στο κουτσο-)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες