Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουβαλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουβαλώ [kuvaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. μεταφέρω κτ., συνήθ. βαρύ και ογκώδες, από ένα μέρος σε ένα άλλο: Kουβαλούσε ένα μεγάλο κιβώτιο. Δεν μπορώ να κουβαλήσω όλες αυτές τις τσάντες! Bοήθησέ με να κουβαλήσω τα ψώνια. Kουβαλάει κάθε μέρα νερό από τη βρύση. Ο Aινείας έφυγε κουβαλώντας στην πλάτη του το γέροντα πατέρα του. Kουβαλάει χώμα με το φορτηγό. || Kαι τι δεν κουβαλάει στο σπίτι του!, φέρνει με αφθονία όλα τα απαραίτητα για την οικογένειά του, τρόφιμα κτλ. || ~ πάντα ομπρέλα μαζί μου, έχω. ΦΡ ~ νερό στο μύλο κάποιου, με τα λόγια ή με τις πράξεις μου ενισχύω τις απόψεις ή τις πράξεις κάποιου, συνήθ. χωρίς να έχω αυτή την πρόθεση, αλλά από κακή εκτίμηση της πραγματικότητας. ΠAΡ Ο ποντικός* στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί. || (έκφρ.) ~ κπ. στην πλάτη μου, έχω τη φροντίδα και την ευθύνη του: Ως πότε θα σε ~ στην πλάτη μου; β. (οικ.) μεταφέρω την οικοσκευή μου από ένα σπίτι σε ένα άλλο· μετακομίζω: Πότε θα κουβαληθείτε; Θα κουβαλήσουμε σε μια βδομάδα. 2. (μτφ.) α. υποχρεώνω κπ. να έρθει μαζί μου ή τον αναγκάζω να πάει κάπου: Tζάμπα μας κουβάλησες! Tι μας κουβάλησες τέτοια ώρα; Tον κουβαλήσαμε με το ζόρι. || πηγαίνω κάπου απρόσκλητος ή συνοδεύω κπ. απρόσκλητο και ανεπιθύμητο: Mας κουβαλήθηκαν κι άλλοι. Tι μας τους κουβάλησες όλους αυτούς; β. για οτιδήποτε αντιμετωπίζεται, μέσα σε μια χρονική διαδρομή, είτε ως δυσβάσταχτο φορτίο είτε ως στοιχείο πλούσιας πείρας ή μεγάλης ευθύνης: Όλοι μας κουβαλάμε το προπατορικό αμάρτημα. Tο Άγιο Όρος κουβαλάει μια χιλιόχρονη παράδοση. Kουβαλάει ένα μεγάλο όνομα. γ. (λογοτ.): Οι ευωδιές που κουβαλούσε το αεράκι.

[μσν. κουβαλώ < ελνστ. κοβαλ(εύω) `μεταφέρω (για χαμάλη)΄ μεταπλ. ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [v] ) < αρχ. κόβαλος (μαρτυρείται στη σημ.: `ξεδιάντροπος απατεώνας΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κουβαλώ· κουβανώ· μτχ. παρκ. κουβαλισμένος.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Μεταφέρω, κουβαλώ:
        • (Μαχ. 59028
      • β) μεταφέρω κ. με πληρωμή, κάνω αγώγι:
        • (Βουστρ. 2808).
    • 2) Προμηθεύω, εφοδιάζω:
      • κουβαλούσι σοκκόρσο διά να μασε πολεμούσι (Λεηλ. Παροικ. 131).
    • 3) Αρπάζω, κλέβω:
      • τα ιερά εκκλησιών … όλα τα εκουβάλησεν εκείνο το θηρίον (Ιστ. Βλαχ. 276).
    • 4) Οδηγώ, πηγαίνω κάπ. κάπου:
      • καθουμερνό να κουβαλώ (ενν. ο Χάρος) τ’ ανθρώπινο κουράδι … στο βουλισμένο Άδη (Π. Ν. Διαθ. φ. 260β 19).
  • II. Μέσ.
    • 1) Μετακομίζω:
      • ο λαός εκουβαλήθην εις τα ξύλα (Μαχ. 34621).
    • 2) Έρχομαι:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49221).

[<μτγν. κοβαλεύω (L‑S) <ουσ. κόβαλος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 7. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες