Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορυφή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορυφή η [korifí] Ο29 : 1. το υψηλότερο, σε σχέση με τη βάση του, σημείο ή τμήμα ενός πράγματος, όταν το εξετάζουμε ως προς την κατακόρυφη διάστασή του: Σκαρφαλώσαμε στην ~ του δέντρου. Ξαφνικά βρέθηκα στην ~ του κύματος. ΦΡ η ~ του παγόβουνου*. α. η βουνοκορφή: Φτάσαμε στην ~ του λόφου. Οι χιονισμένες κορυφές των βουνών. Οι απάτητες κορυφές των Iμαλαΐων. Σε μισή ώρα θα φτάσουμε στην ~. β. το κέντρο της τριχοφυΐας στο κεφάλι: Έχει δύο κορυφές. 2. (γεωμ.) το σημείο ενός σχήματος ή ενός σώματος το οποίο απέχει περισσότερο από κάθε άλλο από τη βάση: H ~ του τριγώνου / του κώνου / της πυραμίδας. H ~ της καμπύλης, το σημείο της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη καμπυλότητα. || ~ γωνίας, το σημείο στο οποίο συναντώνται οι δύο πλευρές της γωνίας. κατά κορυφήν γωνίες, που οι πλευρές της μιας είναι προέκταση των πλευρών της άλλης. 3. (μτφ.) το ανώτα το σημείο μιας νοητής βαθμίδας ή αξιολογικής κλίμακας: Bρίσκεται στην ~ της κοινωνικής ιεραρχίας. Ο ΠAΟK βρέθηκε στην ~ της βαθμολογίας. Ξαφνικά εκτινάχτηκε στην ~. || ο ανώτερος, ο καλύτερος συγκριτικά με άλλους: Είναι ~ στην επιστήμη του. || Διάσκεψη / σύνοδος κορυφής. Συνάντηση κορυφής, που γίνεται σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών. κορυφούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: αρχ. & λόγ. < αρχ. κορυφή· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. sommet & αγγλ. summit· κορυφ(ή) -ούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κορυφή η· κορφή.
  • 1) Κορυφή, το ψηλότερο σημείο οποιουδήποτε πράγματος· άκρη:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 178), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4368), (Πεντ. Γέν. XXVIII 12).
  • 2) Εκφρ.
    • α) αγία ή θεία κορυφή = η κορυφή του όρους Σινά:
      • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 256, 1606
    • β) κατά κορυφής = κατακόρυφα:
      • (Ιερακοσ. 33726).
  • 3) Κεφάλι· το πάνω μέρος του κεφαλιού:
    • δεν είχε μυαλά ποσώς η κορυφή του (Ιστ. Βλαχ. 204
    • Από τα νύχια έως την κορυφήν ήτον αρματωμένος (Αχιλλ. N 138).
  • 4) Ύπατη, ανώτατη αρχή:
    • κορφή της βασιλειάς βρίσκεσαι (Ζήν. Α´ 243).
  • 5) Ο αξιολογότερος, ο σημαντικότερος:
    • των νέων την κορυφήν (Διγ. Άνδρ. 41115· Έκθ. χρον. 8015).

[αρχ. ουσ. κορυφή. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες