Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορμί
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κορμί το [kormí] Ο43 : 1. το σώμα του ανθρώπου ως σύνολο, εκτός από το κεφάλι: Έχει ωραίο ~. ~ σαν κυπαρίσσι. (έκφρ.) ~ (σαν) λάστιχο*. ~ (ίσιο σαν) λαμπάδα*. ΦΡ του άργασαν* το ~. || (ειδικότ.) ο κορμόςII1α: Έχει κοντό ~ και μακριά πόδια. 2. (οικ.) σε συνεκδοχή, ο άνθρωπος: Bασανισμένο ~. (έκφρ.) χαμένο* ~. ξερό* ~. κορμάκι το YΠΟKΟΡ 1α. κορμί μικρού παιδιού. β. συναισθ. 2. εφαρμοστό μονοκόμματο ρούχο που καλύπτει τον κορμό. κορμάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. για ωραίο, μεγαλοπρεπές κορμί: Έχει ~ αυτή η γυναίκα. (ειρ.) Bγάλαμε τα ρούχα μας και απλώσαμε τις κορμάρες μας στον ήλιο.

[μσν. κορμί(ν) < ελνστ. κορμίον υποκορ. του αρχ. κορμός· κορμ(ί) -άρα]

[Λεξικό Κριαρά]
κορμί το,
βλ. κορμίον.
[Λεξικό Κριαρά]
κορμιατικόν το.
  • ?Φόρος για τα αμπέλια:
    • (Ψευδο-Σφρ. 54026 κριτ. υπ. [= Πρόστ. Ανδρ. Γ´ 21]).

[ουδ. του επιθ. *κορμιατικός ως ουσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κορμίον το· κορμί· κορμίν· κουρμίον.
  • 1)
    • α) Σώμα (ανθρώπινο):
      • τ’ όμορφό σου το κορμί (Ch. pop. 74
      • έκφρ. κορμί με κορμί = σώμα προς σώμα (προκ. για συμπλοκή):
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 215r
    • β) παράστημα, κορμοστασιά:
      • οκτώ νέοι … ενούς κορμιού (Ερωτόκρ. Β´ 377
    • γ) πτώμα· λείψανο, σορός:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27526), (Κώδ. Χρονογρ. 687).
  • 2) (Ως ανθρώπινη υπόσταση) άτομο, άνθρωπος, πρόσωπο:
    • ένα κορμί … που εις καλοσύνη … δεν έχει ταίρι (Ερωτόκρ. Β´ 1705).
  • 3)
    • α) (Με την αντων. μου, σου, κτλ.) εγώ, εγώ ο ίδιος, ο εαυτός, η ύπαρξη (μου, σου, κτλ.):
      • διά φύλαξη του κορμίου του (Χρον. σουλτ. 12424
    • β) (επιρρ. με την πρόθ. με) αυτοπροσώπως:
      • μηδέν ανοίξεις χωρίς να δεις την ρήγαιναν με το κορμίν της (Βουστρ. 26411).

[μτγν. ουσ. κορμίον. Ο τ. ί στο Meursius (ή) και σήμ. Ο τ. ίν και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κορμίτσιν το.
  • Σώμα (θωπευτ.):
    • (Πόλ. Τρωάδ. 7232).

[<ουσ. κορμίν + κατάλ. ίτσιν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες