Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοπριά η [kopriá] Ο24 : 1. τα περιττώματα ορισμένων ζώων τα οποία συνήθ. χρησιμοποιούνται για λίπανση των φυτών. ΠAΡ Όμοιος τον όμοιο και η ~ στα λάχανα, για κακές συναναστροφές. 2. (μτφ., προφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.
[μσν. κοπριά < αρχ. κοπρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοπρία η· κοπρά· κοπρέ· κοπρέα· κοπριά· κροπιά.
-
- 1)
- α) Σωρός κόπρου:
- μαμούδια … κάθηνται εις τας κοπρίας και τυλίσσουν την κόπρον αλλήλων (Σταφ., Ιατροσ. 7174)·
- β) σωρός σκουπιδιών, σκουπιδότοπος:
- αγγεία ’στράκινα, οπού σαν τσακισθούσι, τα ρίκτουνε εις την κοπριά (Διακρούσ. 11016)·
- γ) φρ. απολυταρώ ’ς τσι κοπρές, βλ. απολυταρώ.
- α) Σωρός κόπρου:
- 2)
- α) Περίττωμα ζώων:
- (Παράφρ. Χων. 457)·
- β) κοπριά ως λίπασμα:
- (Πανώρ. Γ´ 310).
- α) Περίττωμα ζώων:
[αρχ. ουσ. κοπρία. Ο τ. ‑έ και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ. Η λ. και οι τ. ‑ά (Βλάχ.), ‑έα και κροπιά και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)