Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντόσωμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντόσωμος -η -ο [kondósomos] Ε5 : που έχει μικρό ανάστημα: Οι Aσιάτες είναι κοντόσωμοι.

[κοντο- 1 + σώμ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες