Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομιστής ο [komistís] Ο7 θηλ. κομίστρια [komístria] Ο27 : αυτός που φέρνει σε κπ. κτ.: ~ του σημειώματος / της επιστολής / του βιβλίου. || Ο ~ του μηνύματος. ~ καλών ειδήσεων.

[λόγ. < αρχ. κομιστής, κομίστρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες