Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κομάντα η· κουμάντα.
-
- Παρακαταθήκη· παραγγελία, διακίνηση εμπορευμάτων:
- Περί των πραγμάτων τών παραδίδει ο είς του άλλου εις παρακαταθήκην, ήγουν κουμάντα (Ασσίζ. 112· 4931).
[<παλαιότ. γαλλ. comande]
- Παρακαταθήκη· παραγγελία, διακίνηση εμπορευμάτων:
[Λεξικό Κριαρά]
- κομανταμέντο το.
-
- Διάταγμα, δικαστική εντολή, σύσταση:
- (Κατά ζουράρη 114), (Κυπρ. χφ. 158).
[<βεν. - ιταλ. comandamento. Βλ. και κομμεντ‑]
- Διάταγμα, δικαστική εντολή, σύσταση:
[Λεξικό Κριαρά]
- κομαντάρω· κουμαντάρω.
-
- 1) Διευθύνω, κυβερνώ, εξουσιάζω:
- την ανώφελη … δύναμή μου στα χέρια τσ’ εξουσίας σου να τηνε κουμαντάρεις (Λεηλ. Παροικ. Αφ. 19).
- 2) Διατάζω:
- Εγώ σας έχω δούλους μου … γλήγορα να κάμετε ό,τι σας κομαντάρω (Ευγέν. 385).
[<ιταλ. comandare. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Διευθύνω, κυβερνώ, εξουσιάζω: