Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολυμβητής ο [kolimvitís] Ο7 θηλ. κολυμβήτρια [kolimvítria] Ο27 : αυτός που ξέρει να κολυμπά ή απλώς ο λουόμενος: Δεινός ~. Xειμερινός ~. (έκφρ.) δήλιος* ~. || αθλητής ο οποίος ασχολείται με την κολύμβηση.
[λόγ. < αρχ. κολυμβητής `δύτης΄, κατά τη σημ. του κολυμπώ· λόγ. κολυμβη(τής) -τρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- κολυμβητής ο· κολυμπητής.
-
- Αυτός που κολυμπά:
- (Προδρ. I 103), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 154v).
[αρχ. ουσ. κολυμβητής. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που κολυμπά: