Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλο- 1 [
ilo] & κοιλό- [ iló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοιλ- 1 [ il], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (λόγ., επιστ.) το επίθετο κοίλος ως α' συνθετικό: κοιλόκυρτος, ~κρόταφος· (ιατρ.) κοιλόφθαλμος, κοιλοφθαλμία· (ζωολ.) κοιλεντερωτά. [λόγ. < διεθ. coel(o)- < αρχ. επίθ. κοῖλο(ς) ως α' συνθ.: κοιλ-άκανθος < γαλλ. cœl-acanthe (νλατ. coelacanthidae)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλο- 2 & κοιλό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κοιλ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό εντοπίζεται στην κοιλιακή χώρα του ανθρώπινου σώματος ή γενικά αναφέρεται σ΄ αυτή κυριολεκτικά ή συνεκδοχικά· (πρβ. κοιλιο-): κοιλόπονος· ~πονώ· κοιλάρφανος, ορφανός από πατέρα, πριν γεννηθεί.
[μσν. κοιλ(ο)- θ. του ουσ. κοιλ(ιά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. *κοιλο-πονώ (δες λ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλό(ν) το,
- βλ. κιλό(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλόπονος ο [kilóponos] Ο20 : πόνος που εντοπίζεται στην περιοχή της κοιλιάς· πονόκοιλος.
[κοιλο- 2 + πόνος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλοπονώ [kiloponó] & -άω Ρ10.5α : (οικ.) για γυναίκα επίτοκη, έχω ωδίνες τοκετού, συνήθ. όταν θέλουμε να δείξουμε ότι ο πόνος έχει μεγάλη διάρκεια: Εφτά ώρες κοιλοπονούσε, ώσπου να γεννήσει. || (μτφ.): Εσύ τώρα γιατί κοιλοπονάς;, γιατί έχεις αγωνία, γιατί αδημονείς, γιατί ενδιαφέρεσαι κτλ.
[μσν. *κοιλοπονώ (πρβ. μσν. κοιλιοπονώ με προσαρμ. προς το κοιλιά) < κοιλο- 2 + πονώ (σύγκρ. κοιλαράς, κοιλόπονος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλοπονώ,
- βλ. κοιλιοπονώ.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλοπρήστης ο,
- βλ. κοιλιοπρήστης.
[Λεξικό Κριαρά]
- κοίλος, επίθ.
-
- (Προκ. για σκεύος ή τόπο) βαθουλός:
- (Ιερακοσ. 445173, 51214).
- Το θηλ. ως ουσ. = κοιλάδα:
- τας νάπας και τας κοίλας τε και φάραγγας διώκει (Φυσιολ. (Legr.) 75).
- Το θηλ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 25315).
[αρχ. επίθ. κοίλος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για σκεύος ή τόπο) βαθουλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοίλος -η -ο [kílos] Ε3 : 1. για κτ. του οποίου η επιφάνεια παρουσιάζει εσοχή προς τα μέσα. ANT κυρτός: ~ φακός. Kοίλα κάτοπτρα. || (ως ουσ.) το κοίλο(ν), ο χώρος του αρχαίου θεάτρου ο οποίος ήταν προορισμένος για τους θεατές. 2. (λόγ.) που δεν είναι συμπαγής, ο κούφιος. 3. (ανατ.) κοίλη φλέβα, καθεμία από τις δύο φλέβες που αδειάζουν το φλεβικό αίμα στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. || (ως ουσ.) το κοίλον του τυμπάνου, κοιλότητα του μέσου ωτός.
[λόγ. < αρχ. κοῖλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλότητα η [kilótita] Ο28 : η εσοχή που υπάρχει στην επιφάνεια ενός σώματος: ~ του εδάφους. || (ανατ.) περιοχή του σώματος στην οποία περικλείονται διάφορα όργανα: Θωρακική ~. H ~ της λεκάνης. Ρινική ~. H ~ της μήτρας.
[λόγ. < αρχ. κοιλότης, αιτ. -ητα]