Παράλληλη αναζήτηση
129 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλάδα η [kiláδa] Ο26 : πεδινό επίμηκες εδαφικό κοίλωμα το οποίο περιβάλλεται από βουνά: H ~ των Tεμπών. || ~ των δακρύων, στην εκκλησιαστική γλώσσα, η ζωή.
[λόγ. < αρχ. κοιλάς, αιτ. -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλάδα η,
- βλ. κοιλάς ‑δα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλαίνω [kiléno] -ομαι Ρ7.2 : κάνω κτ. κοίλο, το βαθουλώνω: Tο νερό κοιλαίνει την πέτρα.
[λόγ. < αρχ. κοιλαίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοίλανση η [kílansi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοιλαίνω: H ~ του βράχου.
[λόγ. < ελνστ. κοίλαν(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλάντερα τα· κοιλιάντερα· κοιλιόντερα.
-
- Κοιλιές και έντερα:
- κοιλάντερα και σάρκες κομματάκια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16224).
[<ουσ. κοιλιές + άντερα. Πβ. λ. εντερόκοιλα (Κουκ., ΒΒΠ Ε´ 56). Τ. κ’λιάντιρα σήμ. ιδιωμ. (Ξεινός 79)]
- Κοιλιές και έντερα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλαράς ο [kilarás] Ο1 θηλ. κοιλαρού [kilarú] Ο37 : (οικ., μειωτ.) αυτός που έχει μεγάλη και προτεταμένη κοιλιά.
[κοιλ(ιά) -αράς· κοιλαρ(άς) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλάρφανος -η -ο [kilárfanos] Ε5 : (λαϊκότρ.) για κπ. που ορφάνεψε από πατέρα πριν γεννηθεί, όταν ακόμη ήταν στην κοιλιά της μάνας του.
[κοιλ(ο)- 2 + αρφαν(ός) -ος < ορφανός από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-or > enar > en-ar] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κοιλάς ‑δα η.
-
- Κοιλάδα:
- (Ρίμ. θαν. 67).
[αρχ. ουσ. κοιλάς. Η λ. (‑δα) και σήμ.]
- Κοιλάδα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλεντερωτά τα [kilenderotá] Ο38 : (ζωολ.) ομοταξία ασπόνδυλων υδρόβιων ζώων, που περιλαμβάνει τις μέδουσες, τα κοράλλια, τους σπόγγους και άλλα ατελή ζώα ακτινωτής συμμετρίας.
[λόγ. < νλατ. coelenterata < αρχ. κοῖλ(ος) + ἔντερ(ον) -ata = -ωτά, ουδ. πληθ. του -ωτός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοιλία η [kilía] Ο25 : 1. (λόγ.) η κοιλιά: Ο καρπός της κοιλίας της, το παιδί της. 2. (ανατ.) ονομασία κοιλοτήτων που υπάρχουν σε διάφορα όργανα του σώματος: Kοιλίες της καρδιάς / του εγκεφάλου / του λάρυγγα.
[λόγ. < αρχ. κοιλία]