Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωνί το [kloní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κλωνάρι. 2. η κλωνιά.
[μσν. κλωνίν < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωνιά η [kloná] Ο24 : (λαϊκότρ.) νήμα από στριμμένη κλωστή, κλωστή για ράψιμο.
[κλων(ί) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλωνιά η· κλωνά.
-
- Κλωστή:
- σταυρωτής κλωνάς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1193])·
- φρ. κρέμομαι σε μια κλωνά, βλ. κρεμώ (I) Φρ. 2.
[<ουσ. κλωνί + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Κλωστή:
[Λεξικό Κριαρά]
- κλωνίν το.
-
- Κλαδί:
- τα δέντρη … εις τα κλωνιά τους τον καρπόν φορτώννουνται (Κυπρ. ερωτ. 978).
[μτγν. ουσ. κλωνίον. Η λ. και σήμ. (‑ί)]
- Κλαδί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλωνισμός ο [klonizmós] Ο17 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνοποίηση.
[λόγ. κλών(ος) 2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]