Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεψιμαίος, επίθ.
-
- Το ουδ. ως ουσ. = κλοπιμαίο:
- Περί κλεψίας και διά εκείνον οπού αγοράζει τα κλεψιμαία (Βακτ. αρχιερ. 162).
[μτγν. επίθ. κλεψιμαίος]
- Το ουδ. ως ουσ. = κλοπιμαίο: