Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλεψι- [klepsi] & κλεψί- [klepsí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση· προσδίδει στο β' συνθετικό συνήθ. την έννοια του κρυφός, παράνομος ή ψεύτικος, απατηλός: κλεψίγαμος, κλεψίτυπος· κλεψίσοφος· ~γαμία.
[λόγ. < ελνστ. κλεψι- συνοπτ. θ. κλεψ- του αρχ. ρ. κλέπτω (δες στο κλέβω) -ι- ως α' συνθ.: ελνστ. κλεψί-γαμος, κλεψί-φρων `που κρύβει τη σκέψη του΄]
- κλεψιά η [klepsxá] Ο24 : (προφ.) το κλέψιμο, η κλοπή.
[μσν. κλεψιά < κλεψία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κλεψ- (κλέβω) -ία]
- κλεψιά η· κλεψά· κλεψία.
-
- 1)
- α) Κλεψιά:
- στο χωράφι σου εγίνηκε κλεψία· τα βόδια σου έκλεψαν κλέπτες (Αιτωλ., Μύθ. 9110)·
- β) υπερβολική σπατάλη:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 119)·
- γ) κερδοσκοπία:
- των αβουκάτων την κλεψιάν να την αποχωρίσω (Σαχλ., Αφήγ. 388).
- α) Κλεψιά:
- 2) Αυτό που έχει κλαπεί, κλοπιμαίο:
- είπεν ότι έτερος του το επούλησεν (ενν. το άλογον) και διατούτο κρατώντα την κλεψίαν τήν εζητούσαν (Ασσίζ. 19421).
- 3) Λεηλασία:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 34913).
- 4) (Προκ. για πρόσωπο) απαγωγή:
- μη μ’ ονειδίζεις αύριον ότι κλεψίαν σ’ επήρα (Διγ. Esc. 959).
- 5)
- α) Δόλος, απάτη:
- εβάλασίν τον με κλεψία στην λίμνην ν’ αποθάνει (Ζήνου, Βατραχ. 212)·
- β) κατάχρηση της εμπιστοσύνης κάπ., προδοσία:
- (Ροδολ. Α´ 293).
- α) Δόλος, απάτη:
- 6) Κρυφή απόλαυση:
- δίδει … για του πόθου τες κλεψιές ανάπαυσιν μεγάλην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [812]).
- 7) Αιφνιδιασμός, αιφνιδιαστική επίθεση:
- με σκάλες το ηπήρασιν (ενν. το Δραγαμέστο) την νύκταν, με κλεψίαν (Χρον. Τόκκων 404).
[<αόρ. του κλέπτω + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. ‑ία και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- κλεψιγαμία η [klepsiγamía] Ο25 : (λόγ.) η μοιχεία. || (έκφρ.) τέκνα εκ κλεψιγαμίας.
[λόγ. < μσν. κλεψιγαμία < κλεψίγαμ(ος) -ία]
- κλεψίγαμος, επίθ.
-
- Μοιχός:
- (Διγ. Gr. 1676).
[μτγν. επίθ. κλεψίγαμος]
- Μοιχός:
- κλεψίγαμος -η -ο [klepsíγamos] Ε5 : (λόγ.) 1. ο μοιχός. 2. για παιδί που γεννήθηκε από κλεψιγαμία.
[λόγ. < ελνστ. κλεψίγαμος (στη σημ. 1)]
- κλεψιγαμώ.
-
- Παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω:
- γυναίκα κλεψιγαμούσα του ανδρός, τουτέστιν έφυγεν απέ τον άνδραν αυτής και εγίνετον πόρνη εις πάντας (Ελλην. νόμ. 58321).
[<επίθ. κλεψίγαμος. Η λ. τον 4. αι.]
- Παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω:
- κλεψιμαίικος -η -ο [klepsiméikos] Ε5 : (προφ.) που προέρχεται από κλο πή, κλοπιμαίος. || (ως ουσ.) τα κλεψιμαίικα, τα κλοπιμαία: Tρώει από τα κλεψιμαίικα.
[ελνστ. κλεψιμαῖ(ος) `κλεμμένος΄ -ικος]
- κλεψιμαίος, επίθ.
-
- Το ουδ. ως ουσ. = κλοπιμαίο:
- Περί κλεψίας και διά εκείνον οπού αγοράζει τα κλεψιμαία (Βακτ. αρχιερ. 162).
[μτγν. επίθ. κλεψιμαίος]
- Το ουδ. ως ουσ. = κλοπιμαίο:
- κλεψίμιος, επίθ.· κλεψιμίος· κλεψιμιός.
-
- 1) Αυτός που προέρχεται από κλεψιά:
- Περί αγοράς κλεψίμιων πραγμάτων πώς απολογείται ο αγοράσας (Βακτ. αρχιερ. 134).
- 2) Κρυφός, απαγορευμένος:
- δεν σου πρέπει πόθου κλεψίμια πεθυμιά ν’ αφήσεις ν’ άψει ποτέ τον νου (Πιστ. βοσκ. I 1, 355).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Κλοπιμαίο:
- κλεψίμια φορτωμένος (Αχέλ. 1574).
- 2) Aυτό που γίνεται στα κρυφά, πράξη επιλήψιμη:
- δεν είναι δίκιο ποτέ ν’ αφήσουν εκείνους που το κλεψιμιόν δεν είν’ καλοί να κρύψουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [646]).
- 1) Κλοπιμαίο:
- Το ουδ. (‑ον) ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23423).
[<επίθ. κλεψιμαίος. Ως ουσ. τα ουδ. κλεψίμιο στο Βλάχ. (‑μνιο) και σήμ. κρητ., κλεψιμίο στο Du Cange (λ. κλεψιά) και κλεψιμιό σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Αυτός που προέρχεται από κλεψιά: