Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεπτοσπίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλεπτοσπίτης ο.
  • Κλέφτης, διαρρήκτης:
    • άνθρωποι … κλέπτες, άρπαγοι, κλεπτοσπίτες (Συναδ. φ. 88v).

[<κλέπτω + ουσ. σπίτι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες