Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεπταποδόχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεπταποδόχος ο [kleptapoδóxos] Ο18 θηλ. κλεπταποδόχος [kleptapoδóxos] Ο35 : αυτός που αποδέχεται κλοπιμαία, που αγοράζει ή απλώς φυλάει προϊόντα κλοπής.

[λόγ. κλεπτ(ο)- + αποδοχ(ή) -ος, σφαλερή δημιουργία αντί κλεπτοδόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες