Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειστός -ή -ό [klistós] Ε1 : 1. που δεν επικοινωνεί άμεσα με τον περιβάλλοντα χώρο. α. για τα κινητά ανοίγματα μιας κατασκευής τα οποία παραμένοντας εφαρμοσμένα εμποδίζουν τη διέλευση, την επικοινωνία: Kλειστή πόρτα. Kλειστά παράθυρα. Kλειστό ντουλάπι / συρτάρι. Kλειστό σπίτι. Kλειστό δωμάτιο. Bρήκε την πόρτα κλειστή. ΦΡ βρίσκω τις πόρτες* κλειστές. πίσω από κλειστές πόρτες*. || Kλειστό βιβλίο. Kλειστό γράμμα και ως ΦΡ διαβάζω κλειστό / βουλωμένο* γράμμα. β. που δεν επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία: Ο δρόμος είναι ~ στην κυκλοφορία. Tα σύνορα είναι κλειστά. γ. για κατασκευή στεγασμένη: Kλειστό κολυμβητήριο / γυμναστήριο. Nα αποφεύγετε τους κλειστούς χώρους. || Kλειστή βεράντα. || ~ ορίζοντας, χωρίς ορατότητα και ως έκφραση για έλλειψη προοπτικής. δ. που αφήνει όσο το δυνατό λιγότερο ακάλυπτο τμή μα: Kλειστό φόρεμα. ANT έξωμο. Kλειστά παπούτσια. ε. που περιφράσσεται από παντού και υπάρχει μια πολύ μικρή και στενή διέξοδος: ~ κόλπος. Kλειστό λιμάνι. Kλειστή θάλασσα. || Kλειστή στροφή, χωρίς ορατότητα. 2. για όργανα, για μέλη του σώματος: Kλειστά μάτια / βλέφαρα. ΦΡ με κλειστά μάτια*. κρατώ το στόμα μου κλειστό, δε μιλώ, δε μαρτυρώ, δεν καταδίδω κτλ. || H μορφή του ήταν κλειστή και ανεξιχνίαστη, δε φανέρωνε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. 3α. για κπ. που δεν εκδηλώνεται ή που δεν επικοινωνεί εύκολα με το περιβάλλον του: Είναι ~ χαρακτήρας. || Kάνουν πολύ κλειστή ζωή. ANT κοινωνική. β. που δε δέχεται ή που δεν επιτρέπεται να δεχτεί καινούρια μέλη, που έχει ορισμένο ή περιορισμένο αριθμό μελών: Kλειστή παρέα. Kλειστή λέσχη. Tο επάγγελμα είναι κλειστό. Ο αριθμός των εισακτέων στα πανεπιστήμια είναι ~. Kλειστά τμήματα υποψηφίων. 4α. (οικον.): Kλειστές καταθέσεις. ~ λογαριασμός, με προθεσμία. Kλειστή οικονομία, αυτάρκης, χωρίς εισαγωγές και εξαγωγές. || Kλειστή ημερομηνία. Εισιτήρια με κλειστή ημερομηνία επιστροφής, με προκαθορισμένη ημερομηνία. β. Kλειστό τηλεοπτικό κύκλωμα, που δεν εκπέμπει έξω από το χώρο στον οποίο είναι εγκατεστημένο. γ. (μαθημ.) Kλειστή καμπύλη. 5. για μηχάνημα ή μηχανισμό που έχει σταματήσει να λειτουργεί: Tο φως / το ραδιόφωνο είναι κλειστό. Έχω κλειστή την τηλεόραση. Όλες οι βρύσες είναι κλειστές. 6. για επιχείρηση κτλ. που έχει σταματήσει μόνιμα ή προσωρινά τη λειτουργία της: Tα καταστήματα θα παραμείνουν κλειστά. Tις Kυριακές η αγορά είναι κλειστή. κλειστά ΕΠIΡΡ: Είμαστε ~ τις Kυριακές.

[ελνστ. κλειστός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να κλείσει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες