Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαδευτήρι το [klaδeftíri] Ο44 : εργαλείο που μοιάζει με ψαλίδι, ειδικό για το κλάδεμα των φυτών.
[μσν. κλαδευτήρι < ελνστ. κλαδευτήριον]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλαδευτήρι το.
-
- Εργαλείο για κλάδεμα:
- (Κατά ζουράρη 91).
[<κλαδεύω + κατάλ. ‑τήρι. Τ. ‑ιον στον Ησύχ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Εργαλείο για κλάδεμα: