Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλέπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλέπτης ο· κλέφθης· κλέφτης.
  • 1)
    • α) Αυτός που κλέβει, κλέφτης:
      • μισέρο, κλέπτης, πιάσε τον, επήρε τα καλίγια (Πουλολ. 362
    • β) ληστής:
      • εκρέμασαν πέντε κλέφτες εις όλον το παζάρι (Συναδ. φ. 56r
    • γ) απαγωγέας:
      • ότι να ευρεθεί ανήρ κλέφτει ψυχή από τα αδέλφια του …, να απεθάνει ο κλέφτης εκείνος (Πεντ. Δευτ. XXIV 7).
  • 2) (Προκ. για κόσμο) απατηλός:
    • Ω κόσμε, κόσμε δολερέ, προσερινέ και κλέφτη (Φαλιέρ., Ρίμ. 115).

[αρχ. ουσ. κλέπτης. Ο τ. κλέφτης στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες