Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλάδο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
κλαδοεξεσκισμένος, μτχ. επίθ.,
βλ. κλαδοξεσκισμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
κλαδοκοπώ.
  • Χτυπώ (ή κόβω;) τα κλαδιά δένδρου:
    • Την καρέαν κλαδοκοπούσιν και τα φύλλα ρίπτουν κάτω (Χρησμ. (Βέης) 1418).

[<ουσ. κλάδος ή κλαδί(ο)ν + κοπώ. Πβ. πάντως παλαιότ. κλαδοτομέω (5. αι., L‑S) και ουσ. κλαδοκόπος («κλαδευτής», Βλάχ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαδοξεσκισμένος, μτχ. επίθ.· κλαδοεξεσκισμένος.
  • Που είναι σχισμένος, πληγωμένος από κλαδιά:
    • (Λόγ. παρηγ. L 230).

[<ουσ. κλάδος + μτχ. παρκ. του ξεσκίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλάδος ο [kláδos] Ο18 : 1. (λόγ.) κλαδί: Οι κλάδοι των δέντρων. ΦΡ ~ ελαίας*. μετά βαΐων* και κλάδων. 2. (μτφ.) ό,τι αποτελεί τμήμα ενός συνόλου, που έχει όμως μια σχετική αυτονομία και αυτοτέλεια: H οπτική είναι ~ της φυσικής. Οι κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας. Επιστημονικός ~. Ποιον κλάδο θα ακολουθήσεις;, ποια επιστήμη; || σύνολο ανθρώπων με κοινές, κυρίως επαγγελματικές, δραστηριότητες: Οι παραγωγικοί κλάδοι. H απεργία έβλαψε τον κλάδο. Iκανοποιήθηκαν τα αιτήματα του κλάδου. || τμήμα του γενεαλογικού δέντρου: Οικογενειακός ~, οικογένεια που προέρχεται από κοινούς προγόνους με άλλες οικογένειες.

[λόγ.: 1: αρχ. κλάδος· 2: σημδ. γαλλ. branche, rameau]

[Λεξικό Κριαρά]
κλάδος ο.
  • 1) Κλωνάρι:
    • (Αχιλλ. N 1051), (Βίος Αλ. 3334
    • (μεταφ.):
      • (Δούκ. 3198‑9).
  • 2) (Μεταφ.) απόγονος:
    • κλάδος εκ ρίζης αγαθής είσαι από προγόνων (Ιστ. Βλαχ. 3
    • υιόν τον αποθυμητόν μου … κλάδο τον εκλεκτό μου (Διγ. O 978).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 25624).

[αρχ. ουσ. κλάδος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαδοτρυπολόγος, επίθ.
  • Που τρυπώνει, που κρύβεται μέσα στα κλαδιά:
    • (Διήγ. παιδ. 327).

[<ουσ. κλάδος + επίθ. τρυπολόγος]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαδοτσύμπανο(ν) το,
βλ. κλαβιτσίμπαλον.
[Λεξικό Κριαρά]
κλαδόφυλλα τα.
  • Κλαδιά και φύλλα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1096).

[<ουσ. κλάδοι + φύλλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κλαδοφυλλαδόφυλλον το.
  • Φύλλο της ελιάς:
    • (Σπανός B 118).

[λ. πλαστή <συμφ. των ουσ. κλαδόφυλλον + ελαδόφυλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες