Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κινητοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κινητοποιώ [kinitopió] -ούμαι Ρ10.9 : δραστηριοποιώ ένα σύνολο ανθρώπων, συνήθ. οργανωμένων, ώστε να αναλάβουν δράση για την αντιμετώπιση ενός επείγοντος περιστατικού, την ικανοποίηση ενός αιτήματος, την επιτυχία ενός στόχου: ~ το λαό / τον κρατικό μηχανισμό. Tα κόμματα κινητοποιήθηκαν ενόψει των εκλογών. Όλη η δύναμη της πυροσβεστικής κινητοποιήθηκε για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. || Πρέπει να κινητοποιηθείς για να βρεις δουλειά, να ενεργήσεις δραστήρια, να δραστηριοποιηθείς.

[λόγ. κινητ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. mobiliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες